τροχείο

τροχείο
το
τροχιστήριο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τροχείο — το / τροχεῑον, ΝΜΑ [τροχός] νεοελλ. τεχνολ. α) εργαστήριο τρόχισης κοπτικών εργαλείων και σκευών με λειαντικό τροχό β) συνεκδ. μηχανή με την οποία εκτελείται η κατεργασία τής τρόχισης αρχ. (με υποκορ. σημ.) μικρός τροχός, τροχίσκος …   Dictionary of Greek

  • αεροτροχός — ο τεχνολ. τροχείο που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. Περιλαμβάνει έναν σμυριδοτροχό, που παίρνει κίνηση από έναν αεροκινητήρα …   Dictionary of Greek

  • τροχιστήριο — και τροχιστήρι, το, Ν 1. τροχείο 2. (ο τ. τροχιστήρι) η λίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχίζω + κατάλ. τήρι(ο)*] …   Dictionary of Greek

  • τροχιστήριο — το το εργαστήριο του τροχιστή, το τροχείο, το ακονιστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”